- αναλληγόρητος
- ἀναλληγόρητος, -ον (Μ) [ἀλληγορῶ]ο δίχως αλληγορία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναλληγόρητος — without allegory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλληγόρητον — ἀναλληγόρητος without allegory masc/fem acc sg ἀναλληγόρητος without allegory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλληγορήτοις — ἀναλληγόρητος without allegory masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)